Υπήρξα πολύ ανήσυχη τον τελευταίο καιρό.
Από το πρωί που σηκωνόμουν ένιωθα το στομάχι μου να ανακατεύεται και το κεφάλι μου να πάει να σπάσει. Προσπαθούσα από το πρωί μέχρι και το απόγευμα τουλάχιστον, κάθε μέρα, να κάνω τα μάτια μου να σταματήσουν να με τσουζουν. Τα έτριβα με τα χέρια μου τόσο δυνατά που σχεδόν θα μπορούσα να τα είχα ξεριζώσει...
Ένα απόγευμα τρελαμένη από τους πόνους έφυγα βιαστικά από το σπίτι για να κρυφτώ από τα βαρετά μάτια των γονιών μου. Καθώς έπαιρνα τους δρόμους χανόμουν στα στενά της πόλης ενώ έξυνα με βια τις πληγές της πλάτης μου.
Τα μαλλιά μου ήταν άλουστα και ανακατεμένα, φορούσα μια λεύκη φόρμα της οποίας οι τσέπες είχαν γίνει κόκκινες από τα ματωμένα μου χέρια, αθλητικά παπούτσια, ένα μαύρο t-shirt και ένα φούξια τεράστιο φουλάρι που έκρυβε όλο το λαιμό και το σαγάνι μου. Η εμφάνιση ήταν απαγορευτική στο να συναντήσω τον άντρα της ζωής μου....
Περπάτησα στο πεζοδρόμιο περίπου μια ώρα. Απλώς κοιτούσα μπροστά και κάπνιζα.
Περνώντας έξω από μια βιτρίνα με κοστούμια, μηχανικά τελείως γύρισα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν Κύριο, ο οποίος στεκόταν όρθιος, δυο σχεδόν μέτρα πιο πίσω από τις κούκλες της βιτρίνας.
Στεκόταν ακίνητος, χαμογελαστός και επιβλητικά όμορφος απέναντί μου.
Δεν είχα ξαναδεί ποτέ αυτή την ομορφιά σε χαμόγελο και αυτή την αρχοντιά στα μάτια κάποιου.
Δε χρειάστηκε καν να μπω μέσα για να βεβαιωθώ ότι αυτός ο Άντρας κρυβόταν στα παιδικά μου όνειρα. Μέσα από το μαγαζί ερχόταν η μυρωδιά από το κάρβουνο που κουβαλούσε εκείνο το παιδάκι που κρυβόταν στο δωμάτιο μου και έκλαιγε, τρομάζοντας έτσι τα όνειρα μου. Και μέσα σε κάθε όνειρο, όταν σηκωνόμουν από το κρεβάτι να το βρω, εκείνο εξαφανιζόταν και εγώ ξυπνούσα ακαριαία ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι σα να μην είχα σηκωθεί ποτέ.
Πάνε γύρω στα δέκα χρόνια που έχω σταματήσει να το βλέπω και σχεδόν τέσσερα που έχω σταματήσει να το μυρίζω.
Την τελευταία φορά μάλιστα που είδα αυτό το όνειρο, είχα επιχειρήσει να μάθω το όνομα του αγοριού αλλά δε τα κατάφερα.
Καθώς έκανα την τελευταία σκέψη, εκείνος σχημάτιζε μια λέξη με τα χείλη του.....Αργά και σταθερά. Κατά την ολοκλήρωση της λέξης, πρόσθεσε και ένα υπέροχα ρομαντικό χαμόγελο, κοιτάζοντας με στα μάτια, γεμάτος νοσταλγία..
Πρέπει να μου έλεγε το όνομα του.
Νομίζω η πρώτη συλλαβή ήταν “Λού”......